- κοιλιοστροφία
- κοιλιο-στροφία, ἡ,A colic, Sch.Nic.Al.597.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοιλιοστροφία — κοιλιοστροφία, ἡ (Α) κολικός τού εντέρου, οδυνηρή συστροφή τών εντέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + στροφία (< στρόφος < στρόφος < στρέφω), πρβλ. ποδο στροφία, χορδο στροφία] … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek